περιρρέει

περιρρέει
περιρρέω
flow round
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
περιρρέω
flow round
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
περιρρέω
flow round
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
περιρρέω
flow round
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιματόρρυτος — αἱματόρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που τόν περιρρέει αίμα, από τον οποίο αναβλύζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + ῥυτός < ῥέω] …   Dictionary of Greek

  • περίρρυτος — η, ο / περίρρυτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσα («Κρήτη... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει ολόγυρα κάτι, που περιβάλλει κάτι ολόγυρα.… …   Dictionary of Greek

  • περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”